χόλιον

χόλιον
χόλιον
neut nom/voc/acc sg
χόλιος
angry
masc acc sg
χόλιος
angry
neut nom/voc/acc sg
χόλιος
angry
masc/fem acc sg
χόλιος
angry
neut nom/voc/acc sg
χολάω
to be full of black bile
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)
χολάω
to be full of black bile
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χόλιον — ή χολίον, τὸ, Α [χολή] υποκορ. τού χολή …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”